- άσημος
- -η, -οαφανής, ασήμαντος: Είναι ένας εντελώς άσημος άνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄσημος — without mark masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσημος — η, ο (AM ἄσημος, ον) [σήμα] 1. ο ασήμαντος, ο άγνωστος 2. (για αιγοπρόβατα και βόδια) αυτός που δεν είναι σημαδεμένος, που δεν έχει σημαδευτεί με διακριτικό σημείο αρχ. μσν. ως ουσ. τὸ ἄσημον το ασήμι, ο άργυρος αρχ. 1. ο άργυρος ή ο χρυσός που… … Dictionary of Greek
ἀσημότερον — ἄσημος without mark adverbial comp ἄσημος without mark masc acc comp sg ἄσημος without mark neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημοτάτων — ἄσημος without mark fem gen superl pl ἄσημος without mark masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημοτέρων — ἄσημος without mark fem gen comp pl ἄσημος without mark masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημότατα — ἄσημος without mark adverbial superl ἄσημος without mark neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημότατον — ἄσημος without mark masc acc superl sg ἄσημος without mark neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσήμων — ἄσημος without mark masc/fem/neut gen pl ἄσημος without mark masc/fem nom sg ἀσήμων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσήμως — ἄσημος without mark adverbial ἄσημος without mark masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσημον — ἄσημος without mark masc/fem acc sg ἄσημος without mark neut nom/voc/acc sg ἀσήμων masc/fem voc sg ἀσήμων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)